ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ - ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΑ Β΄
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Μελαγχολία
τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου
ποιητοῦ
ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.
Τό
γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι
πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.
Δέν
ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς
σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού
κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα·
νάρκης
τοῦ ἄλγους δοκιμές,ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.
Εἶναι
πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. —
Τά
φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού
κάμνουνε — γιά λίγο — νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
(1921)
O ποιητής ανοίγει διάλογο με την ποίηση
χρησιμοποιώντας ποικίλα εκφραστικά μέσα μεταφορές (το γήρασμα του σώματος μου είναι σαν
πληγή από μαχαίρι), προσωποποιήσεις (εις σε προτρέχω τέχνη της ποίησης) εικόνες, επαναλήψεις κ.ά. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τη δημοτική με πολλές λόγιες εκφράσεις δημιουργώντας έναν τόνο εξομολογητικό και μελαγχολικό. (ομάδα Α΄)
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ
Tη σάρκα, το
αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου
μεγάλο.
«Oι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι
εφημερίδες.
«Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου»
και δίπλα σ'
αυτό τ' όνομά μου.
Tην ψυχή και το
σώμα πάλι
στη δουλειά θα
δίνω, στην πάλη.
Aλλά, με τη δύση
του ηλίου,
θα πηγαίνω στου
Bασιλείου.
Eκεί θα βρίσκω
όλους τους άλλους
λογίους και τους
διδασκάλους.
Tα λόγια μου θα
'χουν ουσία,
η σιωπή μου μια
σημασία.
Θηρεύοντας
πράγματα αιώνια,
θ' αφήσω να
φύγουν τα χρόνια.
Θα φύγουν, και θα
'ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που
επάτησα χάμου.
Ο Κ. Καρυωτάκης χρησιμοποιεί: μεταφορές: "Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες", παρομοιώσεις: "Θα φύγουν, και θα ‘ναι η καρδιά μου σα ρόδο που επάτησα
χάμου". Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή, ενώ το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο για να δηλώσει με λόγο απλό και κατανοητό πως στο έργο του έβαλε όλη τη ζωή του, κατάθεσε την ψυχή του. (ομαδα β΄)
Γιάννης
Ρίτσος
Ο
χώρος του ποιητή
Το μαύρο,
σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν,
στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω
από τα γυαλιά του,
πελώρια και
περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις
λέξεις του,
μέσα στην
ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την
προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου
που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις
εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη
γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος,
σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι
και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται
ολόκληρος,
ενώ το φως του
παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα
στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν
είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του –
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Το
ποίημα δεν έχει ομοιοκαταληξία καθώς παρουσιάζεται με τη μορφή ενός πεζού
κειμένου. Ο ποιητής τοποθετείται στο χώρο του και απέναντί του ο συνομιλητής
του. Παρουσιάζεται η εικόνα του ποιητή ενώ κάθεται στο γραφείο του. «Κρυμμένος
μες στις λέξεις του… στην ιστορία» χτίζει το δικό του κόσμο έναντι του κόσμου
των «άλλων». Με την παρομοίωση «σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται
ολόκληρος» δίνει τη θέση του ποιητή στον κόσμο. Ο τίτλος του ποιήματος
λειτουργεί ως δήλωση και ταυτόχρονα ως συνδήλωση.
Ιδιαίτερα
ο στίχος « αν άφεση δεν είναι η ποίηση…» μας εντυπωσίασε και μας «δυσκόλεψε»
Είναι η ποίηση συγχώρεση; Είναι λύτρωση; Κάθαρση όπως την γνωρίσαμε στην
τραγωδία; (ομάδα Γ΄)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Θερινό
Ηλιοστάσι , H΄
T'
άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει
μόνο εκείνο που ήσουν.
T'
άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη
δική σου φωνή
όχι
εκείνη που σ' αρέσει•
μουσική
σου είναι η ζωή
αυτή
που σπατάλησες.
Mπορεί
να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν
καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα
που
σε ρίχνει πίσω
εκεί
που ξεκίνησες.
Tαξίδεψες,
είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες
νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες
τον πόνο του παλικαριού
και
το βογκητό της γυναίκας
την
πίκρα του άγουρου παιδιού -
ό,τι
ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν
δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως
να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο•
τη
βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Zωή
σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο
το κενό είναι ό,τι έδωσες
το
άσπρο χαρτί.
Ο Γ. Σεφέρης χαρακτηρίζει
το άσπρο χαρτί «καθρέφτη». Εκεί «βλέπει» τον πραγματικό του εαυτό και μέσα από
αυτό το χαρτί « κουβεντιάζει» με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους
ποιητές. Στο άσπρο χαρτί γράφει τις
σκέψεις του για τον κόσμο.
Ονομάζει τη ζωή
«μουσική» και γράφει για τα χρόνια που θεωρεί ότι σπατάλησε ως άνθρωπος και
γενικά πως οι άνθρωποι σπαταλάμε τη ζωή μας. Όμως το «άσπρο χαρτί», οι στίχοι
που θα γράψει με βάση τη ζωή του
πιστεύει ότι θα τον βοηθήσουν να καταλάβει πως πραγματικά δεν σπατάλησε τη ζωή
του. Ότι ζούμε είναι η ζωή μας . Είναι ο εαυτός μας και η γνωριμία του με
αυτόν.
Ταξιδεύουμε στη ζωή
και γράφουμε για το ταξίδι. Ταξίδι με καλά και αρνητικά στοιχεία, με
περιπέτειες χαρούμενες και δυσάρεστες. Έτσι ο ποιητής γεμίζει εμπειρίες και τις
καταθέτει στο χαρτί. Η καταγραφή είναι
δύσκολη. Αλλά για τον ποιητή είναι η ΠΟΙΗΣΗ του.
Ο ποιητής
χρησιμοποιεί μεταφορές, « την πίκρα του άγουρου παιδιού» «αν καρφωθείς σε τούτο
το αδιάφορο πράγμα» κ.α. προσωποποιήσεις «Το άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου»
και παρομοιώσεις « Τ’άσπρο χαρτί σκληρός καθρέπτης». Το ποίημα έχει σε ορισμένα
τμήματα ομοιοκαταληξία «παλικαριού… παιδιού», δεν είναι δείγμα παραδοσιακής
ποίησης, Έχει απολογητικό ύφος επειδή ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματά του
για την ποίηση.(Ομάδα Δ΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Αν δεν μου 'δινες την Ποίηση, Κύριε
Ἂν
δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε, δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ
τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῷ
τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ
πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ
γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ
ἔρημός μου λαό,
τὰ
περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν;
Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες
τὰ
στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ' ἀμπέλια μου;
Εἶδες
τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς
γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι'
ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν
ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ'
ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι' ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω
τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ωστόσο,
Δὲν
ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν
πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ' ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί
σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί
θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ
βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω
κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ
τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Τονίσαμε την
προηγούμενη ώρα ότι η ποίηση για τον Βρεττάκο είναι μια «εσωτερική πυξίδα».
Τώρα μπορούμε να δούμε την αναλογία η ψυχή του ποιητή είναι ένα χωράφι που η
καλλιέργειά του έχει ως αποτέλεσμα πολλά άνθη και καρπούς. Ο ήλιος το
πλημμυρίζει και τα πουλιά το συντροφεύουν όπως και την ψυχή του ποιητή. Όπως ο
Κύριος πρόσφερε την αγάπη του μέσα από τη φύση έτσι και ο ποιητής.
Στο κείμενο
υπάρχουν πολλά εκφραστικά μέσα που προσδίδουν παραστατικότητα, ζωντάνια και
βοηθούν τον ποιητή να διατυπώσει σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες Όπως: η μεταφορά:
«να γιομίσουν οι χούφτες μου ήλιο», η παρομοίωση: «ασωτεύω το γέλιο μου σαν
ψωμί που μοιράζεται», η εικόνα: «να γιομίσουν τα περιβόλια μου αηδόνια». Δεν
εντοπίσαμε ομοιοκαταληξία ενώ κατανοήσαμε ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί β’ πρόσωπο με σκοπό να ξεκινήσει
ένα διάλογο με τον Θεό. (Ομάδα Ε΄)
Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Στον Νίκο Ε…1949
Φίλοι
Που
φεύγουν
Που
χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη
νύχτα
Μακρινές
φωνές
Μάνας
τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα
παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν
τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα
σιδερένια κρεβάτια
Όταν
το φως λιγοστεύει
Τα
ξημερώματα.
(Μα
ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Ο
παρενθετικός στίχος (μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;) αναδεικνύει ότι
το ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από αυτοαναφορικότητα Αυτό γίνεται
αντιληπτό μέσα από τα παρακάτω εκφραστικά μέσα: μεταφορές: «Φίλοι που χάνονται
μια μέρα», «μακρινές φωνές», εικόνες: «φίλοι που φεύγουν», «μάνας τρελής στους
έρημους δρόμους», «ερείπια», «στα σιδερένια κρεβάτια όταν το φως λιγοστεύει τα
ξημερώματα» παρομοίωση: Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες. (Ομάδα ΣΤ΄)
Η. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ
Ποίηση
Γεμάτο
το γραφείο χαρτιά, βιβλία'
στης
σκέψης το βασίλειο τριγυρίζω'
θαρρώ
με πνεύματα έξοχα ότι αρχίζω
σπουδαία και σοβαρή συνομιλία.
Κι
η Μούσα πάλι μου ζητάει φιλία'
συχνά
το χέρι στα μαλλιά βυθίζω'
μαύρες
σειρές τ’ άσπρο χαρτί γεμίζω...
Iδέες
και μέτρα αρχίζουν συναυλία...
Έξω
ήλιος λάμπει' η φύση όλη γελάει'
παντού
χαρά θεού' τραγούδι μοιάζει
ο
κάθε κρότος, που η ζωή σκορπάει.
πάμε,
γλυκιά γυναίκα μου, να ιδούμε
ολάκερο το θαύμα, που μας κράζει,
και
της ζωής την ποίηση να χαρούμε
Το ποίημα του Η. Βουτιερίδη
είναι ένα σονέτο. Δύο τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες με πλούσια
ομοιοκαταληξία. Ο ποιητής περιγράφει το χώρο του και αρχίζει την συνομιλία του
γράφοντας στο χαρτί σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις.
Ο κόσμος, η φύση γύρω του
στήνουν ένα πανηγύρι ζωής. Ο ποιητής το μεταφέρει στο «λευκό χαρτί», το
μετατρέπει σε ποίηση αφού πρώτα το βιώσει. Γράφει για την «ποίηση της ζωής».(Ομάδα Ζ΄)
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Στίχοι, 2
Στίχοι
που κραυγάζουν
στίχοι
που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι
που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και
μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν
η ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι,
ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας
στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες…
(Ποιες
μάζες;… Μεταξύ μας τώρα
ποιοι
σκέφτονται τις μάζες;…
Το
πολύ: μια λύτρωση ατομική -αν όχι ανάδειξη!...)
Γι'
αυτό κι εγώ δεν γράφω πια
για
να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια,
όπλα
από λόγια φλύαρα και κούφια!
Μόνο
μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να
ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή-
όσο
μπορώ, κι όσο κρατήσω!...
Ο Τ. Πατρίκιος με τη δύναμη του ποιητικού του λόγου αναφέρεται
στην ποιητική αλήθεια. Με την προσωποποίηση των στίχων «Στίχοι που κραυγάζουν» και την παρομοίωση «Στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες»
περιγράφει το ρόλο των στίχων. Είναι υπερασπιστές της αλήθειας του, μαχητές για
την αλλαγή και την επανάσταση.
Ο ποιητής ξέρει «Γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει
καθεστώτα» αλλά ξέρει επίσης πως η κατανόηση της ποιητικής αλήθειας δίνει την
ελπίδα και την άλλη προοπτική για τη ζωή.(Ομάδα Η)